ασφαλιστικά μέτρα provisional remedies [Kluwer]; provisional and protective measures; legal remedies
Creator: | |
Language pair: | Гръцки на Английски |
Definition / notes: | Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προσωρινά μέτρα - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Fumus boni juris - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Εξουσία εκτιμήσεως του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2) 2 Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προσωρινά μέτρα - Περιορισμένη χρονική ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως - Οριστικά αποτελέσματα της αιτουμένης δικαστικής αποφάσεως - Στάθμιση όλων των αντικρουόμενων συμφερόντων (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 86 § 2) 3 Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προσωρινά μέτρα - Εξουσίες του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή - Όρια (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186) 4 Ασφαλιστικά μέτρα - Αναστολή εκτελέσεως - Προσωρινά μέτρα - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία - Περιορισμένη χρονική ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως - Δυνατότητα παρατάσεως της ισχύος - Δεν λαμβάνεται υπόψη (Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 185 και 186· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 83 § 2) |
Your current localization setting
Български
Close search